Русско-новогреческий словарь - так
Перевод с русского языка так на греческий
1. нареч (таким образом) ἔτσι, τοιουτοτρόπως, ὁδτως:
сделай ~ κάνε τό ἔτσι· сделай ~, чтобы... κάνε ἔτσι πού...· говорить ~ как нужно μιλῶ ἔτσι ὅπως πρέπει· делать не ~ как нужно κάνω κάτι ὄχι ὅπως χρειάζεται· ~ работать нельзя ἔτσι δέν γίνεται δουλειά· ~ бы и сказал δέν τώλεγες ἀπό νωρίτερα, δέν τώλεγες ἀπό τήν ἀρχή· ~ тому и быть ἄς γίνει ἔτσι· ~ же μέ τόν ἰδιο τρόπο, ὅμοια· ~ же как τό ἰδιο ὅπως· если ~... λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει...·
2. нареч (без причины, случайно) (νά) ἔτσι:
занялся этим ~, от скуки καταπιάστηκα μ' αὐτό ἔτσι γιά νά διασκεδάσω τήν ἀνία μου·
3. нареч (настолько) τόσο{ν}:
я сегодня ~ много ходил σήμερα περπάτησα τόσο πολύ· он ~ изменился, что... ἀλλαξε τόσο πού...· кругом ~ тихо εἶναι τόσο ήσυχα τριγύρω· будьте ~ добры λάβετε τήν καλωσύνη· не ~ скоро будет ὄχι πολύ σύντομα·
4. частица (в таком случае, тогда) τότε:
я не хочу вас слушать, ~ Так уйдите δέν θέλω νά σας ἀκούω, ~ Τότε νά φύγετε·
5. частица (значит, стало быть) λοιπόν, ὡστε:
~ мы едем? ἀναχωρούμε λοιπόν;· ~ ты согласен? είσαι λοιπόν σύμφωνος;· ~ это он? αὐτός εἶναι λοιπόν;·
6. частица усилительная:
вот это веселье ~ веселье αὐτό μάλιστα εἶναι διασκέδαση· как же ~? πῶς ἔτσι;, γιατί;·
7. частица (приблизительно) κατά, περί, γύρω:
часу ~ в третьем κατά τίς τρεις ἡ ῶρα·
8. союз (вследствие этого, потому) γι· αὐτό:
здесь очень жарко--ты открой окно ἐδῶ κάνει πολύ ζέστη, γι· αὐτό ἄνοιξε τό παράθυρο·
9. союз:
~ как μιά πού, δεδομένου ὀτι, ἐπειδή, γιατί· мы легли спать, ~ как было поздно ξαπλώσαμε νά κοιμηθούμε γιατί ἡταν ἀργά·
10. союз:
~ что ἔτσι πού, ἔτσι ὡστε, γι ' αὐτό· снег был глубокий, ~ что ноги проваливались τό χιόνι ήτανε βαθύ, ἔτσι πού τά πόδια βουλιάζανε·
11. союз (но, однако) ἀλλα, ὅμως:
я тебе говорила, ~ ты и слушать не хотел ἐγώ στό ἐλεγα, ὅμως ἐσύ δέν ήθελες νά μ· ἀκούσεις· ◊ ~ или иначе ἔτσι είτε ἀλλιως, ὁδτως ἡ ἀλλως, ὁπωσδήποτε· ~ называемый ὁ λεγόμενος, ὁ δήθεν если ~ λοιπόν, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· и ~ далее καί оСто καθεξής· ~ и сяк κι ἔτσι κι ἀλλιῶς· ~ и есть ἔτσι καί εἶναι, σωστά· ~ и быть ἄς εἶναι, σύμφωνοι· так себе ἔτσι κι ἔτσι, ὑποφερτά· не ~ ли? ἔτσι δέν εἶναι;· ~ точно! (в ответе) μάλιστα!· ~ сказать νά ποῦμε, ὁδτως είπεΐν как бы не ~ κάθε ἀλλο, τί λές καημένε.